- επίλευκος
- η , ο [ος , ον ] беловатый; белёсый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επίλευκος — ἐπίλευκος, ον (Α) υπόλευκος, αυτός που ασπρίζει στην επιφάνεια … Dictionary of Greek
ἐπιλευκότεραι — ἐπίλευκος white on the surface fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλεύκους — ἐπίλευκος white on the surface masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιλευκία — ἐπιλευκία, ἡ (Α) [επίλευκος] είδος ελεφαντίασης*, λεύκη … Dictionary of Greek
επιλευκαίνω — ἐπιλευκαίνω (Α) [επίλευκος] είμαι λευκός στην επιφάνεια, ασπρίζω … Dictionary of Greek
λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… … Dictionary of Greek